- δυαρχία
- και διαρχία, η1. δύο άρχοντες που κυβερνούν συγχρόνως2. (φιλοσ.) θεωρία που παραδέχεται την ύπαρξη δύο αρχών στον κόσμο: ύλης και πνεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
νεοπυθαγόρειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεώτερη σχολή τής πυθαγόρειας φιλοσοφίας 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Νεοπυθαγόρειοι Αλεξανδρινοί φιλόσοφοι οι οποίοι ακολουθούσαν τις δοξασίες τών παλαιών Πυθαγορείων αναμεμιγμένες όμως με θεοσοφικά… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Πάρσοι — Όνομα που σήμαινε αρχικά Πέρσες και με το οποίο χαρακτηρίζονται οι απόγονοι της ζωροαστρικής κοινότητας που μετανάστευσαν στην Ινδία, μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, για να μην υποχρεωθούν να ασπαστούν τον ισλαμισμό (7ος – 8ος… … Dictionary of Greek